- πασιδάμεια
- πασιδάμειαuniversal queenfem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πασιδάμεια — ἡ, Α (για τη θεά Σελήνη) η βασίλισσα όλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. πᾶσι τού πᾶς + δάμεια (< δάμος < δάμνημι «δαμάζω»), πρβλ. ιππο δάμεια] … Dictionary of Greek